κολπίζω

κολπίζω
κολπίζω (AM) [κόλπος]
μσν.
μέσ. κολπίζομαι
κρύβω κάτι στον κόρφο μου
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) σχηματίζω πτυχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακολπίζω — (Α) εισπλέω σε κόλπο, προσορμίζομαι («ἐπ Εὔβοιαν πλεούσας αὐτὰς ἐς Αἴγιναν κατακολπίσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολπίζω (< κόλπος)] …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • εἰσκολπιζόμενος — εἰσ κολπίζω form into a bosom pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”